Ο ήλιος έδυσε. Το σπίτι σκοτείνιασε εντελώς. Το ρεύμα είχε κοπεί εδώ και καιρό. Μόνο τα φώτα της πόλης έμπαιναν προκλητικά από τα παράθυρα και δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, μια μνημειακή γαλήνη που μύριζε θάνατο. Ο Ω... κούρνιασε δίπλα στο παράθυρο για να ρουφήξει λίγη από τη ζωή της πόλης. Μέσα στην παρακμή και την ασχήμια της βάλθηκε να ψάξει ψίγματα ευτυχίας, αν και ήξερε πως αυτή δεν υπάρχει.
Ο Ω.. ένιωθε πως δεν άνηκε ποτέ πουθενά. Έχει γεράσει πια και ακόμα δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι. Πέρασε τη ζωή του προσκολλημένος στο να πιστεύει κάποιες προβολές του εαυτού του, που περίτεχνα ο περίγυρος του έπλασε και βίαια σφηνώθηκαν στο κεφάλι του. Κυνηγούσε συνεχώς φαντάσματα αρνούμενος να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του, που ποτέ δεν γνώρισε πραγματικά. Και πως μπορεί κάποιος που δεν ξέρει ποιος είναι, τι τον ολοκληρώνει και γιατί ζει, να είναι ευτυχισμένος; Αρνήθηκε την ύπαρξη του και πλέον αμφισβητεί ακόμα και το ότι είναι ζωντανός. Του είχαν πει πως όταν πεθάνει θα κοιτάει τον κόσμο από ψηλά. Και τώρα κοίταγε την πόλη από το παράθυρο του ανήμπορος να την επηρεάσει σε κάτι.
Ήξερε πως με το να κοιτάει τις απέναντι πολυκατοικίες δηλητηριάζει την ψυχή του. Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Η παθητική ευτυχία, όπως ονόμαζε τον εθισμό του, ήταν για αυτόν η μοναδική ανακούφιση για το κουρασμένο μυαλό του. Αφουγκραζόταν τις ζωές των άλλων και ένιωθε πως αυτός δεν έζησε ποτέ. Τα παράθυρα απέναντι ακριβώς ήταν σφαλισμένα. Κοίταξε μέσα σε ένα παράθυρο αρκετά απομακρυσμένο , στο οποίο το βλέμμα του έμπαινε διαγώνια. Μέσα στο δωμάτιο το κλίμα ήταν εορταστικό. Γιόρταζαν τα γενέθλια της μικρής κόρης. Όλοι τους έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι, που είχαν ο ένας τον άλλον, θαρρείς και τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να χαλάσει αυτή τους την ευτυχία. Η μικρή έκλεισε τα μάτια έκανε μια ευχή και έσβησε τα κεράκια. Η απληστία και η αχαριστία της, έφεραν αναγούλα στον Ω... Αλλά συνέχισε να κοιτάει. Στη συνέχεια το ζευγάρι έβαλε για ύπνο τα παιδιά και κάθισαν στο σαλόνι. Από τον τρόπο που φιλιόντουσαν έδειχναν πολύ ερωτευμένοι. Ο έρωτας είναι μια μορφή ολοκλήρωσης και ο Ω... το ήξερε, αφού μόνο έτσι είχε πλησιάσει την ευτυχία. Αλλά ούτε τότε κατάφερε να πείσει τον εαυτό του πως είναι αληθινή. Ο Ω... ποτέ δεν ένιωσε ευτυχισμένος. Δεν πίστευε πως υπήρχε ευτυχία. Παρόλο που την έβλεπε σαδιστικά στο απέναντι παράθυρο προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν αποτέλεσμα όλων των ψεύτικων και ηλίθιων προβολών στα κεφάλια των ανθρώπων. Ένα τεχνητό μονοπάτι με ψηλούς τοίχους στον ανθρώπινο εγκέφαλο που σε οδηγεί στην ευτυχία. Αυτός απλά κάποια στιγμή λοξοδρόμησε. Ίσως τελικά και να μην ήταν φτιαγμένος για την ευτυχία γιατί τη θεωρούσε πάντα φαινομενική, ακόμα και όταν έμοιαζε πραγματική. Αλλά τώρα πια, γαντζώνεται από τις ευτυχισμένες στιγμές των άλλων και μπαίνει ο ίδιος στη θέση τους σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αναπληρώσει τη χαμένη του ζωή. Αυτές οι στιγμές είναι που συνεχίζουν να τρέφουν την ψευδαίσθηση πως είναι ζωντανός.
Ο Ω.. ένιωθε πως δεν άνηκε ποτέ πουθενά. Έχει γεράσει πια και ακόμα δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι. Πέρασε τη ζωή του προσκολλημένος στο να πιστεύει κάποιες προβολές του εαυτού του, που περίτεχνα ο περίγυρος του έπλασε και βίαια σφηνώθηκαν στο κεφάλι του. Κυνηγούσε συνεχώς φαντάσματα αρνούμενος να έρθει σε επαφή με τον εαυτό του, που ποτέ δεν γνώρισε πραγματικά. Και πως μπορεί κάποιος που δεν ξέρει ποιος είναι, τι τον ολοκληρώνει και γιατί ζει, να είναι ευτυχισμένος; Αρνήθηκε την ύπαρξη του και πλέον αμφισβητεί ακόμα και το ότι είναι ζωντανός. Του είχαν πει πως όταν πεθάνει θα κοιτάει τον κόσμο από ψηλά. Και τώρα κοίταγε την πόλη από το παράθυρο του ανήμπορος να την επηρεάσει σε κάτι.
Ήξερε πως με το να κοιτάει τις απέναντι πολυκατοικίες δηλητηριάζει την ψυχή του. Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Η παθητική ευτυχία, όπως ονόμαζε τον εθισμό του, ήταν για αυτόν η μοναδική ανακούφιση για το κουρασμένο μυαλό του. Αφουγκραζόταν τις ζωές των άλλων και ένιωθε πως αυτός δεν έζησε ποτέ. Τα παράθυρα απέναντι ακριβώς ήταν σφαλισμένα. Κοίταξε μέσα σε ένα παράθυρο αρκετά απομακρυσμένο , στο οποίο το βλέμμα του έμπαινε διαγώνια. Μέσα στο δωμάτιο το κλίμα ήταν εορταστικό. Γιόρταζαν τα γενέθλια της μικρής κόρης. Όλοι τους έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι, που είχαν ο ένας τον άλλον, θαρρείς και τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να χαλάσει αυτή τους την ευτυχία. Η μικρή έκλεισε τα μάτια έκανε μια ευχή και έσβησε τα κεράκια. Η απληστία και η αχαριστία της, έφεραν αναγούλα στον Ω... Αλλά συνέχισε να κοιτάει. Στη συνέχεια το ζευγάρι έβαλε για ύπνο τα παιδιά και κάθισαν στο σαλόνι. Από τον τρόπο που φιλιόντουσαν έδειχναν πολύ ερωτευμένοι. Ο έρωτας είναι μια μορφή ολοκλήρωσης και ο Ω... το ήξερε, αφού μόνο έτσι είχε πλησιάσει την ευτυχία. Αλλά ούτε τότε κατάφερε να πείσει τον εαυτό του πως είναι αληθινή. Ο Ω... ποτέ δεν ένιωσε ευτυχισμένος. Δεν πίστευε πως υπήρχε ευτυχία. Παρόλο που την έβλεπε σαδιστικά στο απέναντι παράθυρο προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν αποτέλεσμα όλων των ψεύτικων και ηλίθιων προβολών στα κεφάλια των ανθρώπων. Ένα τεχνητό μονοπάτι με ψηλούς τοίχους στον ανθρώπινο εγκέφαλο που σε οδηγεί στην ευτυχία. Αυτός απλά κάποια στιγμή λοξοδρόμησε. Ίσως τελικά και να μην ήταν φτιαγμένος για την ευτυχία γιατί τη θεωρούσε πάντα φαινομενική, ακόμα και όταν έμοιαζε πραγματική. Αλλά τώρα πια, γαντζώνεται από τις ευτυχισμένες στιγμές των άλλων και μπαίνει ο ίδιος στη θέση τους σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αναπληρώσει τη χαμένη του ζωή. Αυτές οι στιγμές είναι που συνεχίζουν να τρέφουν την ψευδαίσθηση πως είναι ζωντανός.
Όλα συμβαίνουν σ’ εκείνον, στον άλλο, στον Μπόρχες. Εγώ περπατάω στους δρόμους του Μπουένος Άιρες σταματώντας ίσως μηχανικά, για να κοιτάξω την καμάρα μιας πόρτας ή μια καγκελόπορτα· νέα του Μπόρχες παίρνω από το ταχυδρομείο και βλέπω τα’ όνομά του σε ακαδημαϊκές επιτροπές, σε κάποιο βιογραφικό λεξικό. Μ’ αρέσουν οι κλεψύδρες, οι χάρτες, η τυπογραφία του δεκάτου ογδόου αιώνα, οι ετυμολογίες, η γέυση του καφέ και η πρόζα του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον· ο άλλος μοιράζεται τις ίδιες προτιμήσεις, αλλά με ματαιοδοξία που τη μετατρέπει σε θεατρινισμούς. Θα ήταν υπερβολή να πω πως οι σχέσεις μας είναι εχθρικές· εγώ ζω, εξακολουθώ να ζω, για να μπορεί ο Μπόρχες να επινοεί τη λογοτεχνία του· κι αυτή η λογοτεχνία με δικαιώνει. Δε μου είναι δύσκολο να παραδεχτώ πως έχει συνεισφέρει μερικές αξιόλογες σελίδες, αυτές οι σελίδες όμως δεν μπορούν να με σώσουν, ίσως επειδή ό, τι είναι καλό δεν ανήκει πια σε κανένα, μήτε σ’ εκείνον, στον άλλο, αλλά στο λόγο ή στην παράδοση. Οπωσδήποτε πρόκειται κάποτε να χαθώ οριστικά, και μόνο μια στιγμή του εαυτού μου ίσως μπορέσει και ζήσει στον άλλο. Λίγο λίγο, του παραχωρώ έδαφος, ό,τι έχω και δεν έχω, αν και ξέρω καλά τη διεστραμμένη του συνήθεια, να υπερβάλλει και να παραποιεί τα πάντα. Ο Σπινόζα κατάλαβε πως όλα τα πράγματα προσπαθούν να διατηρήσουν την υπόστασή τους: η πέτρα θέλει να είναι αιωνίως πέτρα, και η τίγρη, τίγρη. Θα επιζήσω στον Μπόρχες, όχι στον εαυτό μου ( αν υποθέσουμε πως είμαι κάποιος) και πάλι αναγνωρίζω τον εαυτό μου λιγότερο στα βιβλία και περισσότερο στο περίπλοκο κούρντισμα μιας κιθάρας. Εδώ και χρόνια, προσπάθησα να τον ξεφορτωθώ και πέρασα από τις μυθολογίες των συνοικισμών της πόλης στα παιχνίδια με το χρόνο και το άπειρο, τώρα όμως, τούτα τα παιχνίδια ανήκουν στον Μπόρχες, και θα πρέπει να σκαρφιστώ κάτι άλλο. Έτσι η ζωή μου είναι μια διαρκής φυγή, και χάνω τα πάντα, και τα πάντα ανήκουν στη λήθη ή στον άλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρω ποιος απ’ τους δυο μας γράφει τούτη τη σελίδα.
Χορχε Λουις Μπορχες
(επειδή νιώθεις και τα δύο)