Μπιιιπ... Μπιιιπ...Μπιιιπ...
Γύρισα σπίτι από τη θάλασσα πεινασμένος.
-Μαμά τι φαΐ έχουμε;
-Καρμπονάρα ψυχούλη μου...
Τέλεια το αγαπημένο μου φαΐ.
Κάθισα να φάω με τα αλάτια χωρίς να κάνω μπάνιο.
Η καρμπονάρα ήταν μαγική, όπως πάντα.
Τόσες στιγμές μόνο σε μια μπουκιά.
Πρέπει να τη μασήσω καλά γιατί είναι βαριά για το στομάχι.
Η γεύση της είναι τόσο έντονη που μουδιάζει το στόμα μου.
Μετά τη τρίτη μπουκιά ταξιδεύω σε κόσμους φανταστικούς.
Εικόνες από το παρελθόν με καθηλώνουν ανήμπορο στη καρέκλα.
Ξαφνικά εκστασιάστηκα.
Είχα χρόνια να φάω τη καρμπονάρα της μαμάς μου.
Τότε από τη χαρά μου άρχισα να γελάω.
Γελούσα τόσο που δάκρυσα από τα γέλια.
Κοίταξα απέναντι και η μητέρα μου έκλεγε και αυτή.
Γιατί σκέφτηκε τα χαμένα χρόνια.
Μια ευλαβική ησυχία κυριαρχούσε.
Σαν να περιμέναμε να δούμε ένα σημάδι.
Έστω μια εικόνα.
Αισθανόμασταν μια παρουσία που δεν υπήρχε, και τη ψάχναμε.
Και φυσικά αν ψάχνεις κάτι ανύπαρκτο το βρίσκεις εύκολα.
Και τότε η στιγμή χάλασε.
-Πέσε για ύπνο αγόρι μου είναι αργά.
-ΌΧΙ, θα πάω να βρω το δράκο μου και να πετάξουμε μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου